ἐμβρυοτομίας

ἐμβρυοτομίας
ἐμβρυοτομίᾱς , ἐμβρυοτομία
cutting up of the foetus
fem acc pl
ἐμβρυοτομίᾱς , ἐμβρυοτομία
cutting up of the foetus
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκσπλάγχνιση — η 1. η αφαίρεση τών σπλάγχνων 2. ιατρ. α) είδος εμβρυοτομίας κατά την οποία αφαιρούνται τα σπλάγχνα τού εμβρύου που βρίσκεται στη μήτρα β) η έξοδος τών κοιλιακών σπλάγχνων που οφείλεται σε διάρρηξη χειρουργικού τραύματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”